- πειναλέος
- -α, -ο / πειναλέος, -α, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.)αρχ.μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων», Ανθ. Παλ.).επίρρ...πειναλέως Μμε μεγάλη πείνα, λιμασμένα («ὀρέγονται πειναλέως», Νείλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πείνα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. διψ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.